Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τᾶμον
Ταμύναι
Ταμώς
τάν
τᾶν
τανάγρα
Τάναγρα
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
Ταναγρικός
View word page
τάμισος
rennet

ShortDef

rennet

Debugging

Headword:
τάμισος
Headword (normalized):
τάμισος
Headword (normalized/stripped):
ταμισος
IDX:
86625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86626
Key:

Data

{'content': 'rennet'}