Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τᾶμον
Ταμύναι
Ταμώς
τάν
τᾶν
τανάγρα
Τάναγρα
Ταναγραϊκή
Ταναγραῖος
View word page
ταμίσιον
coagulum
ShortDef
coagulum
Debugging
Headword:
ταμίσιον
Headword (normalized):
ταμίσιον
Headword (normalized/stripped):
ταμισιον
IDX:
86624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86625
Key:
Data
{'content': 'coagulum'}