Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τᾶμον
Ταμύναι
Ταμώς
τάν
τᾶν
τανάγρα
Τάναγρα
Ταναγραϊκή
View word page
ταμισίνης
made with rennet
ShortDef
made with rennet
Debugging
Headword:
ταμισίνης
Headword (normalized):
ταμισίνης
Headword (normalized/stripped):
ταμισινης
IDX:
86623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86624
Key:
Data
{'content': 'made with rennet'}