Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τᾶμον
Ταμύναι
Ταμώς
τάν
τᾶν
τανάγρα
Τάναγρα
View word page
ταμιόω
confiscat
ShortDef
confiscat
Debugging
Headword:
ταμιόω
Headword (normalized):
ταμιόω
Headword (normalized/stripped):
ταμιοω
IDX:
86622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86623
Key:
Data
{'content': 'confiscat'}