Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταμία2
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τᾶμον
Ταμύναι
Ταμώς
τάν
τᾶν
τανάγρα
View word page
ταμιοῦχος
having charge of the store-room
ShortDef
having charge of the store-room
Debugging
Headword:
ταμιοῦχος
Headword (normalized):
ταμιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
ταμιουχος
IDX:
86621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86622
Key:
Data
{'content': 'having charge of the store-room'}