Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταμία
ταμία2
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τᾶμον
Ταμύναι
Ταμώς
τάν
τᾶν
View word page
ταμικός
belonging to a treasurer

ShortDef

belonging to a treasurer

Debugging

Headword:
ταμικός
Headword (normalized):
ταμικός
Headword (normalized/stripped):
ταμικος
IDX:
86620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86621
Key:

Data

{'content': 'belonging to a treasurer'}