Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταμεσίχρως
ταμία
ταμία2
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τᾶμον
Ταμύναι
Ταμώς
τάν
View word page
ταμιεύω
to be controller
ShortDef
to be controller
Debugging
Headword:
ταμιεύω
Headword (normalized):
ταμιεύω
Headword (normalized/stripped):
ταμιευω
IDX:
86619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86620
Key:
Data
{'content': 'to be controller'}