Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τᾶλις
ταμεσίχρως
ταμία
ταμία2
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τᾶμον
Ταμύναι
Ταμώς
View word page
ταμιευτικός
of or for housekeeping, thrifty; of the quaestor

ShortDef

of or for housekeeping, thrifty; of the quaestor

Debugging

Headword:
ταμιευτικός
Headword (normalized):
ταμιευτικός
Headword (normalized/stripped):
ταμιευτικος
IDX:
86618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86619
Key:

Data

{'content': 'of or for housekeeping, thrifty; of the quaestor'}