Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ταλθύβιος
τᾶλις
ταμεσίχρως
ταμία
ταμία2
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τᾶμον
Ταμύναι
View word page
ταμίευσις
economy

ShortDef

economy

Debugging

Headword:
ταμίευσις
Headword (normalized):
ταμίευσις
Headword (normalized/stripped):
ταμιευσις
IDX:
86617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86618
Key:

Data

{'content': 'economy'}