Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταλάωρ
Ταλθύβιος
τᾶλις
ταμεσίχρως
ταμία
ταμία2
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
τᾶμον
View word page
ταμίευμα
store, supply, economy

ShortDef

store, supply, economy

Debugging

Headword:
ταμίευμα
Headword (normalized):
ταμίευμα
Headword (normalized/stripped):
ταμιευμα
IDX:
86616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86617
Key:

Data

{'content': 'store, supply, economy'}