Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταλαύρινος
ταλάωρ
Ταλθύβιος
τᾶλις
ταμεσίχρως
ταμία
ταμία2
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
τάμισος
View word page
ταμιεῖον
a treasury

ShortDef

a treasury

Debugging

Headword:
ταμιεῖον
Headword (normalized):
ταμιεῖον
Headword (normalized/stripped):
ταμιειον
IDX:
86615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86616
Key:

Data

{'content': 'a treasury'}