Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταλασίφρων
ταλαύρινος
ταλάωρ
Ταλθύβιος
τᾶλις
ταμεσίχρως
ταμία
ταμία2
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
ταμισίνης
ταμίσιον
View word page
ταμιεία
stewardship, management, economy

ShortDef

stewardship, management, economy

Debugging

Headword:
ταμιεία
Headword (normalized):
ταμιεία
Headword (normalized/stripped):
ταμιεια
IDX:
86614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86615
Key:

Data

{'content': 'stewardship, management, economy'}