Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
ταλαύρινος
ταλάωρ
Ταλθύβιος
τᾶλις
ταμεσίχρως
ταμία
ταμία2
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
ταμιόω
View word page
ταμιακός
of or for the treasury

ShortDef

of or for the treasury

Debugging

Headword:
ταμιακός
Headword (normalized):
ταμιακός
Headword (normalized/stripped):
ταμιακος
IDX:
86612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86613
Key:

Data

{'content': 'of or for the treasury'}