Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταλασιουργία
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
ταλαύρινος
ταλάωρ
Ταλθύβιος
τᾶλις
ταμεσίχρως
ταμία
ταμία2
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
ταμιοῦχος
View word page
ταμία2
[controller, treasurer > ταμίας]
ShortDef
a housekeeper, housewife
[controller, treasurer > ταμίας]
Debugging
Headword:
ταμία2
Headword (normalized):
ταμία
Headword (normalized/stripped):
ταμια2
IDX:
86611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86612
Key:
Data
{'content': '[controller, treasurer > ταμίας]'}