Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταλασιουργέω
ταλασιουργία
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
ταλαύρινος
ταλάωρ
Ταλθύβιος
τᾶλις
ταμεσίχρως
ταμία
ταμία2
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
ταμικός
View word page
ταμία
a housekeeper, housewife

ShortDef

a housekeeper, housewife
[controller, treasurer > ταμίας]

Debugging

Headword:
ταμία
Headword (normalized):
ταμία
Headword (normalized/stripped):
ταμια
IDX:
86610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86611
Key:

Data

{'content': 'a housekeeper, housewife'}