Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργία
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
ταλαύρινος
ταλάωρ
Ταλθύβιος
τᾶλις
ταμεσίχρως
ταμία
ταμία2
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
ταμίευσις
ταμιευτικός
ταμιεύω
View word page
ταμεσίχρως
cutting the skin, wounding

ShortDef

cutting the skin, wounding

Debugging

Headword:
ταμεσίχρως
Headword (normalized):
ταμεσίχρως
Headword (normalized/stripped):
ταμεσιχρως
IDX:
86609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86610
Key:

Data

{'content': 'cutting the skin, wounding'}