Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τάλας
ταλασήϊος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργία
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
ταλαύρινος
ταλάωρ
Ταλθύβιος
τᾶλις
ταμεσίχρως
ταμία
ταμία2
ταμιακός
ταμίας
ταμιεία
ταμιεῖον
ταμίευμα
View word page
ταλάωρ
bow

ShortDef

bow

Debugging

Headword:
ταλάωρ
Headword (normalized):
ταλάωρ
Headword (normalized/stripped):
ταλαωρ
IDX:
86606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86607
Key:

Data

{'content': 'bow'}