Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
Ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλάριον
ταλαρίσκος
τάλαρος
τάλας
ταλασήϊος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργία
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
ταλασίφρων
ταλαύρινος
View word page
τάλαρος
a basket

ShortDef

a basket

Debugging

Headword:
τάλαρος
Headword (normalized):
τάλαρος
Headword (normalized/stripped):
ταλαρος
IDX:
86595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86596
Key:

Data

{'content': 'a basket'}