Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
Ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλάριον
ταλαρίσκος
τάλαρος
τάλας
ταλασήϊος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργία
ταλασιουργικός
ταλασιουργός
View word page
ταλάριον
small basket

ShortDef

small basket

Debugging

Headword:
ταλάριον
Headword (normalized):
ταλάριον
Headword (normalized/stripped):
ταλαριον
IDX:
86593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86594
Key:

Data

{'content': 'small basket'}