Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταλαντεία
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
Ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλάριον
ταλαρίσκος
τάλαρος
τάλας
ταλασήϊος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργία
ταλασιουργικός
View word page
ταλαπενθής
patient in woe

ShortDef

patient in woe

Debugging

Headword:
ταλαπενθής
Headword (normalized):
ταλαπενθής
Headword (normalized/stripped):
ταλαπενθης
IDX:
86592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86593
Key:

Data

{'content': 'patient in woe'}