Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταλανίζω
ταλαντεία
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
Ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλάριον
ταλαρίσκος
τάλαρος
τάλας
ταλασήϊος
ταλασία
ταλάσιος
ταλασιουργέω
ταλασιουργία
View word page
ταλαπείριος
subject to many trials, much-suffering

ShortDef

subject to many trials, much-suffering

Debugging

Headword:
ταλαπείριος
Headword (normalized):
ταλαπείριος
Headword (normalized/stripped):
ταλαπειριος
IDX:
86591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86592
Key:

Data

{'content': 'subject to many trials, much-suffering'}