Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλανίζω
ταλαντεία
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
Ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλάριον
ταλαρίσκος
τάλαρος
τάλας
ταλασήϊος
ταλασία
ταλάσιος
View word page
ταλαός
steadfast

ShortDef

steadfast
Talaus

Debugging

Headword:
ταλαός
Headword (normalized):
ταλαός
Headword (normalized/stripped):
ταλαος
IDX:
86589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86590
Key:

Data

{'content': 'steadfast'}