Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλανίζω
ταλαντεία
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
Ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλάριον
ταλαρίσκος
τάλαρος
τάλας
ταλασήϊος
ταλασία
View word page
ταλάντωσις
weighing

ShortDef

weighing

Debugging

Headword:
ταλάντωσις
Headword (normalized):
ταλάντωσις
Headword (normalized/stripped):
ταλαντωσις
IDX:
86588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86589
Key:

Data

{'content': 'weighing'}