Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταλαιπωρικός
ταλαιπωρισμός
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλανίζω
ταλαντεία
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
Ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλάριον
ταλαρίσκος
τάλαρος
τάλας
View word page
ταλαντόομαι
to be balanced, sway, oscillate
ShortDef
to be balanced, sway, oscillate
Debugging
Headword:
ταλαντόομαι
Headword (normalized):
ταλαντόομαι
Headword (normalized/stripped):
ταλαντοομαι
IDX:
86586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86587
Key:
Data
{'content': 'to be balanced, sway, oscillate'}