Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταλαιπωρίζω
ταλαιπωρικός
ταλαιπωρισμός
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλανίζω
ταλαντεία
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
Ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλάριον
ταλαρίσκος
τάλαρος
View word page
τάλαντον
a balance; a talent, unit of weight and of monetary value

ShortDef

a balance; a talent, unit of weight and of monetary value

Debugging

Headword:
τάλαντον
Headword (normalized):
τάλαντον
Headword (normalized/stripped):
ταλαντον
IDX:
86585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86586
Key:

Data

{'content': 'a balance; a talent, unit of weight and of monetary value'}