Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταλαιπωρία
ταλαιπωρίζω
ταλαιπωρικός
ταλαιπωρισμός
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλανίζω
ταλαντεία
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
Ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλάριον
ταλαρίσκος
View word page
ταλαντιαῖος
worth a talent
ShortDef
worth a talent
Debugging
Headword:
ταλαντιαῖος
Headword (normalized):
ταλαντιαῖος
Headword (normalized/stripped):
ταλαντιαιος
IDX:
86584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86585
Key:
Data
{'content': 'worth a talent'}