Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταλαιπώρημα
ταλαιπωρία
ταλαιπωρίζω
ταλαιπωρικός
ταλαιπωρισμός
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλανίζω
ταλαντεία
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
Ταλαός
ταλαπείριος
ταλαπενθής
ταλάριον
View word page
ταλαντεύω
to weigh
ShortDef
to weigh
Debugging
Headword:
ταλαντεύω
Headword (normalized):
ταλαντεύω
Headword (normalized/stripped):
ταλαντευω
IDX:
86583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86584
Key:
Data
{'content': 'to weigh'}