Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ταλαϊονίδης
ταλαιπωρέω
ταλαιπώρημα
ταλαιπωρία
ταλαιπωρίζω
ταλαιπωρικός
ταλαιπωρισμός
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλανίζω
ταλαντεία
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
Ταλαός
ταλαπείριος
View word page
ταλανίζω
call

ShortDef

call

Debugging

Headword:
ταλανίζω
Headword (normalized):
ταλανίζω
Headword (normalized/stripped):
ταλανιζω
IDX:
86581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86582
Key:

Data

{'content': 'call'}