Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταλαεργός
Ταλαιονίδας
Ταλαϊονίδης
ταλαιπωρέω
ταλαιπώρημα
ταλαιπωρία
ταλαιπωρίζω
ταλαιπωρικός
ταλαιπωρισμός
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλανίζω
ταλαντεία
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
ταλαντόομαι
ταλαντοῦχος
ταλάντωσις
ταλαός
View word page
ταλαίφρων
suffering in mind, wretched
ShortDef
suffering in mind, wretched
Debugging
Headword:
ταλαίφρων
Headword (normalized):
ταλαίφρων
Headword (normalized/stripped):
ταλαιφρων
IDX:
86579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86580
Key:
Data
{'content': 'suffering in mind, wretched'}