Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τακτικός
τακτός
τάκων
τάλα
ταλαεργός
Ταλαιονίδας
Ταλαϊονίδης
ταλαιπωρέω
ταλαιπώρημα
ταλαιπωρία
ταλαιπωρίζω
ταλαιπωρικός
ταλαιπωρισμός
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλανίζω
ταλαντεία
ταλαντεύω
ταλαντιαῖος
τάλαντον
View word page
ταλαιπωρίζω
pronounce unhappy, commiserate
ShortDef
pronounce unhappy, commiserate
Debugging
Headword:
ταλαιπωρίζω
Headword (normalized):
ταλαιπωρίζω
Headword (normalized/stripped):
ταλαιπωριζω
IDX:
86575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86576
Key:
Data
{'content': 'pronounce unhappy, commiserate'}