Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τακτέον
τάκτης
τακτικός
τακτός
τάκων
τάλα
ταλαεργός
Ταλαιονίδας
Ταλαϊονίδης
ταλαιπωρέω
ταλαιπώρημα
ταλαιπωρία
ταλαιπωρίζω
ταλαιπωρικός
ταλαιπωρισμός
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλανίζω
ταλαντεία
ταλαντεύω
View word page
ταλαιπώρημα
hardship, distress

ShortDef

hardship, distress

Debugging

Headword:
ταλαιπώρημα
Headword (normalized):
ταλαιπώρημα
Headword (normalized/stripped):
ταλαιπωρημα
IDX:
86573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86574
Key:

Data

{'content': 'hardship, distress'}