Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τακερόω
τακέρωσις
τακτέον
τάκτης
τακτικός
τακτός
τάκων
τάλα
ταλαεργός
Ταλαιονίδας
Ταλαϊονίδης
ταλαιπωρέω
ταλαιπώρημα
ταλαιπωρία
ταλαιπωρίζω
ταλαιπωρικός
ταλαιπωρισμός
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
ταλακάρδιος
ταλανίζω
View word page
Ταλαϊονίδης
son of Talaus

ShortDef

son of Talaus

Debugging

Headword:
Ταλαϊονίδης
Headword (normalized):
ταλαϊονίδης
Headword (normalized/stripped):
ταλαιονιδης
IDX:
86571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86572
Key:

Data

{'content': 'son of Talaus'}