Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τακερός
τακερόχρως
τακερόω
τακέρωσις
τακτέον
τάκτης
τακτικός
τακτός
τάκων
τάλα
ταλαεργός
Ταλαιονίδας
Ταλαϊονίδης
ταλαιπωρέω
ταλαιπώρημα
ταλαιπωρία
ταλαιπωρίζω
ταλαιπωρικός
ταλαιπωρισμός
ταλαίπωρος
ταλαίφρων
View word page
ταλαεργός
enduring labour, drudging

ShortDef

enduring labour, drudging

Debugging

Headword:
ταλαεργός
Headword (normalized):
ταλαεργός
Headword (normalized/stripped):
ταλαεργος
IDX:
86569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86570
Key:

Data

{'content': 'enduring labour, drudging'}