Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταΐτης
τακερός
τακερόχρως
τακερόω
τακέρωσις
τακτέον
τάκτης
τακτικός
τακτός
τάκων
τάλα
ταλαεργός
Ταλαιονίδας
Ταλαϊονίδης
ταλαιπωρέω
ταλαιπώρημα
ταλαιπωρία
ταλαιπωρίζω
ταλαιπωρικός
ταλαιπωρισμός
ταλαίπωρος
View word page
τάλα
Palmyra palm, Bonassus flabellifer

ShortDef

Palmyra palm, Bonassus flabellifer

Debugging

Headword:
τάλα
Headword (normalized):
τάλα
Headword (normalized/stripped):
ταλα
IDX:
86568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86569
Key:

Data

{'content': 'Palmyra palm, Bonassus flabellifer'}