Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ταινιωτικός
ταΐτης
τακερός
τακερόχρως
τακερόω
τακέρωσις
τακτέον
τάκτης
τακτικός
τακτός
τάκων
τάλα
ταλαεργός
Ταλαιονίδας
Ταλαϊονίδης
ταλαιπωρέω
ταλαιπώρημα
ταλαιπωρία
ταλαιπωρίζω
ταλαιπωρικός
ταλαιπωρισμός
View word page
τάκων
sausage
ShortDef
sausage
Debugging
Headword:
τάκων
Headword (normalized):
τάκων
Headword (normalized/stripped):
τακων
IDX:
86567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86568
Key:
Data
{'content': 'sausage'}