Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταινιόπωλις
ταινιόω
Ταινιωτικός
ταΐτης
τακερός
τακερόχρως
τακερόω
τακέρωσις
τακτέον
τάκτης
τακτικός
τακτός
τάκων
τάλα
ταλαεργός
Ταλαιονίδας
Ταλαϊονίδης
ταλαιπωρέω
ταλαιπώρημα
ταλαιπωρία
ταλαιπωρίζω
View word page
τακτικός
fit for ordering
ShortDef
fit for ordering
Debugging
Headword:
τακτικός
Headword (normalized):
τακτικός
Headword (normalized/stripped):
τακτικος
IDX:
86565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86566
Key:
Data
{'content': 'fit for ordering'}