Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιδοξέω
ἀντίδοξος
ἀντίδορος
ἀντίδοσις
ἀντίδοτος
ἀντιδουλεύω
ἀντίδουλος
ἀντίδουπος
ἀντίδρασις
ἀντιδράσσομαι
ἀντιδράω
ἀντιδρομέω
ἀντιδύνω
ἀντιδυσχεραίνω
ἀντιδωρεά
ἀντιδωρέομαι
ἀντίδωρον
ἀντιζεύγνυμι
ἀντιζηλία
ἀντίζηλος
ἀντιζηλόω
View word page
ἀντιδράω
to act against, retaliate
ShortDef
to act against, retaliate
Debugging
Headword:
ἀντιδράω
Headword (normalized):
ἀντιδράω
Headword (normalized/stripped):
αντιδραω
IDX:
8654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8655
Key:
Data
{'content': 'to act against, retaliate'}