Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταγήνισις
ταγηνισταί
ταγηνιστός
ταγηνοκνισοθήρας
τάγηνον
ταγηνοστρόφιον
τάγμα
ταγματάρχης
ταγματικός
ταγμάτιον
ταγός
ταγοῦχος
τάγυρι
τάγχαρας
τᾷδε
τάδην
Ταιναριεύς
Ταίναρος
ταινία
ταινίδιον
ταινιοειδής
View word page
ταγός
a commander, chief

ShortDef

a commander, chief

Debugging

Headword:
ταγός
Headword (normalized):
ταγός
Headword (normalized/stripped):
ταγος
IDX:
86543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86544
Key:

Data

{'content': 'a commander, chief'}