Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταγγίζω
ταγγός
ταγεία
ταγεύω
ταγέω
ταγή
ταγηνίας
ταγηνίζω
ταγήνισις
ταγηνισταί
ταγηνιστός
ταγηνοκνισοθήρας
τάγηνον
ταγηνοστρόφιον
τάγμα
ταγματάρχης
ταγματικός
ταγμάτιον
ταγός
ταγοῦχος
τάγυρι
View word page
ταγηνιστός
fried

ShortDef

fried

Debugging

Headword:
ταγηνιστός
Headword (normalized):
ταγηνιστός
Headword (normalized/stripped):
ταγηνιστος
IDX:
86535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86536
Key:

Data

{'content': 'fried'}