Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταγαῖος
ταγαρίζα
ταγγή
ταγγίζω
ταγγός
ταγεία
ταγεύω
ταγέω
ταγή
ταγηνίας
ταγηνίζω
ταγήνισις
ταγηνισταί
ταγηνιστός
ταγηνοκνισοθήρας
τάγηνον
ταγηνοστρόφιον
τάγμα
ταγματάρχης
ταγματικός
ταγμάτιον
View word page
ταγηνίζω
fry, broil

ShortDef

fry, broil

Debugging

Headword:
ταγηνίζω
Headword (normalized):
ταγηνίζω
Headword (normalized/stripped):
ταγηνιζω
IDX:
86532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86533
Key:

Data

{'content': 'fry, broil'}