Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταβλωτός
ταγά
ταγαῖος
ταγαρίζα
ταγγή
ταγγίζω
ταγγός
ταγεία
ταγεύω
ταγέω
ταγή
ταγηνίας
ταγηνίζω
ταγήνισις
ταγηνισταί
ταγηνιστός
ταγηνοκνισοθήρας
τάγηνον
ταγηνοστρόφιον
τάγμα
ταγματάρχης
View word page
ταγή
an array, command

ShortDef

an array, command

Debugging

Headword:
ταγή
Headword (normalized):
ταγή
Headword (normalized/stripped):
ταγη
IDX:
86530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86531
Key:

Data

{'content': 'an array, command'}