Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταβλίον
ταβλιόπη
ταβλιστής
ταβλωτός
ταγά
ταγαῖος
ταγαρίζα
ταγγή
ταγγίζω
ταγγός
ταγεία
ταγεύω
ταγέω
ταγή
ταγηνίας
ταγηνίζω
ταγήνισις
ταγηνισταί
ταγηνιστός
ταγηνοκνισοθήρας
τάγηνον
View word page
ταγεία
the office

ShortDef

the office

Debugging

Headword:
ταγεία
Headword (normalized):
ταγεία
Headword (normalized/stripped):
ταγεια
IDX:
86527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86528
Key:

Data

{'content': 'the office'}