Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταβέλλα
ταβελλάριος
ταβελλίων
ταβερνοδύτης
ταβλάριος
ταβλίζω
ταβλίον
ταβλιόπη
ταβλιστής
ταβλωτός
ταγά
ταγαῖος
ταγαρίζα
ταγγή
ταγγίζω
ταγγός
ταγεία
ταγεύω
ταγέω
ταγή
ταγηνίας
View word page
ταγά
time during which a τᾱγός holds office

ShortDef

time during which a τᾱγός holds office

Debugging

Headword:
ταγά
Headword (normalized):
ταγά
Headword (normalized/stripped):
ταγα
IDX:
86521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86522
Key:

Data

{'content': 'time during which a τᾱγός holds office'}