Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τάβαλος
ταβέλλα
ταβελλάριος
ταβελλίων
ταβερνοδύτης
ταβλάριος
ταβλίζω
ταβλίον
ταβλιόπη
ταβλιστής
ταβλωτός
ταγά
ταγαῖος
ταγαρίζα
ταγγή
ταγγίζω
ταγγός
ταγεία
ταγεύω
ταγέω
ταγή
View word page
ταβλωτός
boarded

ShortDef

boarded

Debugging

Headword:
ταβλωτός
Headword (normalized):
ταβλωτός
Headword (normalized/stripped):
ταβλωτος
IDX:
86520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86521
Key:

Data

{'content': 'boarded'}