Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
τʹ
ταβαίτας
ταβάλα
Τάβαλος
ταβέλλα
ταβελλάριος
ταβελλίων
ταβερνοδύτης
ταβλάριος
ταβλίζω
ταβλίον
ταβλιόπη
ταβλιστής
ταβλωτός
ταγά
ταγαῖος
ταγαρίζα
ταγγή
View word page
ταβερνοδύτης
ganeo, sabinario

ShortDef

ganeo, sabinario

Debugging

Headword:
ταβερνοδύτης
Headword (normalized):
ταβερνοδύτης
Headword (normalized/stripped):
ταβερνοδυτης
IDX:
86514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86515
Key:

Data

{'content': 'ganeo, sabinario'}