Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστικός
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
τʹ
ταβαίτας
ταβάλα
Τάβαλος
ταβέλλα
ταβελλάριος
ταβελλίων
ταβερνοδύτης
ταβλάριος
ταβλίζω
ταβλίον
ταβλιόπη
ταβλιστής
View word page
ταβάλα
drum

ShortDef

drum

Debugging

Headword:
ταβάλα
Headword (normalized):
ταβάλα
Headword (normalized/stripped):
ταβαλα
IDX:
86509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86510
Key:

Data

{'content': 'drum'}