Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωφρόνισμα
σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστικός
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
τʹ
ταβαίτας
ταβάλα
Τάβαλος
ταβέλλα
ταβελλάριος
ταβελλίων
ταβερνοδύτης
ταβλάριος
ταβλίζω
ταβλίον
View word page
τʹ
300

ShortDef

300

Debugging

Headword:
τʹ
Headword (normalized):
τʹ
Headword (normalized/stripped):
τʹ
IDX:
86507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86508
Key:

Data

{'content': '300'}