Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σωφρονίσκος
σωφρόνισμα
σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστικός
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
τʹ
ταβαίτας
ταβάλα
Τάβαλος
ταβέλλα
ταβελλάριος
ταβελλίων
ταβερνοδύτης
ταβλάριος
ταβλίζω
View word page
σώχω
to rub
ShortDef
to rub
Debugging
Headword:
σώχω
Headword (normalized):
σώχω
Headword (normalized/stripped):
σωχω
IDX:
86506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86507
Key:
Data
{'content': 'to rub'}