Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σωφρονίζω
σωφρονικός
Σωφρονίσκος
σωφρόνισμα
σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστικός
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
τʹ
ταβαίτας
ταβάλα
Τάβαλος
ταβέλλα
ταβελλάριος
ταβελλίων
ταβερνοδύτης
View word page
σωφροσύνη
soundness of mind, moderation, discretion
ShortDef
soundness of mind, moderation, discretion
Debugging
Headword:
σωφροσύνη
Headword (normalized):
σωφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
σωφροσυνη
IDX:
86504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86505
Key:
Data
{'content': 'soundness of mind, moderation, discretion'}