Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σωφρονητέον
σωφρονίζω
σωφρονικός
Σωφρονίσκος
σωφρόνισμα
σωφρονισμός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστήριον
σωφρονιστής
σωφρονιστικός
σωφρονιστύς
σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
τʹ
ταβαίτας
ταβάλα
Τάβαλος
ταβέλλα
ταβελλάριος
ταβελλίων
View word page
σωφρονιστύς
correction

ShortDef

correction

Debugging

Headword:
σωφρονιστύς
Headword (normalized):
σωφρονιστύς
Headword (normalized/stripped):
σωφρονιστυς
IDX:
86503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86504
Key:

Data

{'content': 'correction'}